- πάροιθε(ν)
- και αιολ. τ. πάροιθα Α1. (πρόθ. με γεν. προσ. ή τόπου), ενώπιον, μπροστά σε κάποιον ή κάτι (α. «πάροιθ' αὐτοῑο καθέζετο», Ομ. Ιλ.β. «πάροιθεν Ὀδυσσῆος μεγάροιο», Ομ. Ιλ.)2. (πρόθ. με γεν.) πριν («πάροιθεν ἐμοῡ» — πριν από μένα, Αισχύλ.)3. (ως επίρρ. τοπ.) εμπρός, από μπροστά («πάροιθε δὲ Παλλὰς Ἀθήνη φάος ἐποίει», Ομ. Οδ.)4. (ως επίρρ. χρον.) προηγουμένως, πρωτύτερα («πολλῶν πάροιθεν καιρίως εἰρημένων», Αισχύλ.)5. (συχνά και με άρθρο) α) τὸ πάροιθενπροηγουμένωςβ) τῶν πάροιθετών προηγούμενων ανθρώπων, τών προγόνων.[ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρη τοπική πτώση *πάροι (πρβλ. συγκρ. παροί-τερος) τού επιρρ. πάρος* «προηγουμένως, πρωτύτερα, από παλαιά» + επιρρμ. κατάλ. -θε(ν) / -θα (πρβλ. ανέκα-θεν)].
Dictionary of Greek. 2013.